Θεμιστοκλειος

Θεμιστοκλειος
    Θεμιστόκλειος
    2
    фемистоклов(ский)
    

(στρατήγημα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Θεμιστοκλειος" в других словарях:

  • θεμιστόκλειος — α, ο (Α θεμιστόκλειος, ον) 1. αυτός που αναφέρεται στον Θεμιστοκλή 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμιστόκλειο(ν) ο τάφος τού Θεμιστοκλέους στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεμιστοκλής] …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»